διαμετακομίζω

διαμετακομίζω
1. μετ, провозить, отправлять транзитом;
2. αμετ. проходить, перевозиться транзитом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαμετακομίζω" в других словарях:

  • διαμετακομίζω — διαμετακομίζω, διαμετακόμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαμετακομίζω — 1. μεταφέρω από έναν τόπο στον άλλο διά μέσου τρίτου τόπου 2. μεταφέρω από τελωνειακή αποθήκη σε άλλη αποθήκη ή σε άλλο τελωνείο ή σε άλλη χώρα αφορολόγητα εμπορεύματα …   Dictionary of Greek

  • διαμετακομίζω — διαμετακόμισα, διαμετακομίστηκα, διαμετακομισμένος, μεταφέρω, κυρίως εμπορεύματα, από μια χώρα σε άλλη διαμέσου μιας τρίτης: Πρέπει να διαμετακομίσεις σύντομα όλο το φορτίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»